Το κενό υπάρχει όσο δεν πέφτεις μέσα του.
Ακριβώς έτσι.
Άλλος στέκεται στην αποβάθρα, νιώθει αναποφάσιστος, όμως έχει πάρει την απόφαση να μείνει πίσω χωρίς να το ξέρει. Στέκεται μετέωρος κι όταν το τρένο περάσει και φύγει, ίσως καθίσει στο παγκάκι απογοητευμένος κλαψουρίζοντας ότι για όλα φταίει η κακή του τύχη. Κι αυτό θα του συμβεί ίσως για αρκετές φορές ωσότου πάρει την απόφαση να μπει πιο γρήγορα στο τραίνο και να κάνει το ταξίδι.
Άλλος μπαίνει στο τραίνο παίρνοντας την απόφαση να ακολουθήσει την πορεία στην κατεύθυνση που διάλεξε, και χώνεται σβέλτα στο τρένο με ορμή και χωρίς δεύτερη σκέψη.
Κι άλλος δεν πρόσεξε αυτό το ρημάδι το κενό “μεταξύ συρμού και αποβάθρας”. Χάθηκε στην μισή απόφαση.
“Να μπω στο τραίνο η όχι;” Δεν είναι σίγουρος, δεν θέλει και να μείνει πίσω. Και έτσι πήρε την μισή απόφαση κι έκανε εκείνο το βιαστικό μισό βήμα. Και σκόνταψε εκεί που πάντα φοβόταν.
Στο κενό.
Κι έτσι χάθηκε. Χάθηκε “στο κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας”, στο σκοτάδι μιας μισοτελειωμένης ιστορίας, απόφασης, λαχτάρας, κι ανεκπλήρωτου ονείρου.
Γιατί βλέπεις, σε όποιον αρέσει να ρισκάρει και να δοκιμάζει όλες τις πλευρές τις ζωής, ακόμη και στον φόβο του, κάνει βήματα θαρραλέα με μεγάλο δρασκελισμό.
Όμως ο ήρωας μας δε ήξερε πως είναι η αίσθηση του να δοκιμάζεις το διαφορετικό και το καινούριο. Και να το αποδέχεσαι. Δεν ήξερε πως για να πας από το παλιό στο καινούριο, για να πας στην αλλαγή σου, χρειάζεται ένα βήμα μόνο. Ένα βήμα, που ακόμη κι αν δεν είναι σίγουρο, αρκεί μόνο να είναι μεγάλο και θαρραλέο.